επικαλλύνω

επικαλλύνω
ἐπικαλλύνω (Α)
στολίζω επί πλέον, κάνω κάτι πιο ωραίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καλλύνω (< κάλλος) «καλλωπίζω, εξωραΐζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐπικαλλῦναι — ἐπικαλλύνω deck out aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπικαλλύνοντα — ἐπικαλλύ̱νοντα , ἐπικαλλύνω deck out pres part act neut nom/voc/acc pl ἐπικαλλύ̱νοντα , ἐπικαλλύνω deck out pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλύνω — (AM καλλύνω) καθιστώ ωραίο κάτι, καλλωπίζω, εξωραΐζω, ομορφαίνω («πρόσωπα καλλύνουσα καὶ πληρουμένη», Σοφ.) αρχ. 1. ευπρεπίζω, καθαρίζω, σαρώνω («ὡς ῥαίνηται καὶ καλλύνηται σφίσιν ἐπιμελῶς», Πολ.) 2. παρουσιάζω κάτι ως καλό («εὐδιάβολον κακὸν… …   Dictionary of Greek

  • ἐπικαλλύνειαν — ἐπικαλλύ̱νειαν , ἐπικαλλύνω deck out aor opt act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”